- προμαλαχθέντων
- προμαλάσσωsoften beforehandaor part pass masc/neut gen plπρομαλάσσωsoften beforehandaor part pass masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμαλάσσω — ΜΑ, και αττ. τ. προμαλάττω Α [μαλάσσω] 1. μαλακώνω κάτι με τριβή ή μάλαξη 2. παθ. προμαλάσσομαι χαλαρώνω προηγουμένως («προμαλαχθέντων τῶν σπλάγχνων», Αλέξ. Τραλλ.) … Dictionary of Greek